- λόγιος
- Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής.
* * *-ια, -ιο (AM λόγιος, -ία, -ιον) [λόγος]πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθήςνεοελλ.1. (και ως ουσ.) άνθρωπος τών γραμμάτων2. ο σχετικός με τα γράμματα και τον λόγο («λόγια παράδοση» — η παράδοση που βασίζεται σε γραπτές κυρίως μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε αντιδιαστολή προς τη λαϊκή παράδοση)3. (στον υπερθ.) λογιώτατος και λογιότατος, -η, -οα) προσηγορία τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίαςβ) (εμπαικτικά) σχολαστικός οπαδός τής καθαρεύουσαςμσν.-αρχ.αυτός που χαρακτηρίζεται από ευφράδεια, εύγλωττος («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», Στράβ.)αρχ.1. ο ικανός, ο έμπειρος στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῑς», Πίνδ.)2. ο χρονογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή3. μαντικός, χρησμοδοτικός («Ἀπόλλωνος δῶμα λόγιον», επιγρ.).επίρρ...λογίως (AM λογίως)νεοελλ.με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώςμσν.-αρχ.εύγλωττα, με ευφράδεια.
Dictionary of Greek. 2013.